In this paper I examine two texts by Jacques Derrida, written at the beginning of 1990s, his “Force of
Law: The Mystical Foundation of Authority” and Memoirs of the Blind: The Self Portrait and Other
Ruins written on the occasion of the exhibition Derrida curated at the Louvre. In the first text Derrida
claims that deconstruction is justice because it is associated with the quest for reinterpretation of all
criteriology, including all rules, associated with law. He goes on to explain how implementing the
law in the name of justice is a violent procedure and necessarily entails at times a reinterpretation at
other times a suspension or even destruction of law. I analyze his reading of Memoirs of the Blind:
The Self Portrait and Other Ruins in the context of the preceding arguments about the force of law.
Placing blindness at the origin of all drawing, favoring memory and not perception and arguing
that sight and eyes are meant for crying, rather than seeing, Derrida promotes a violent reversal of
values in art theory, in the name of justice. Promoting the marginal and the repressed is a result of
an interpretative violence: Derrida puts at the highest rank of values criteria which are in a state of
ruin, after years of repression and marginalization. Our filiations with them are consequently impure,
contaminating, negotiated, bastard and violent. However, the ruin is not meant as a negative thing but
as an index of mortality and an object of love.
Στο κείμενο αυτό εξετάζω δύο κείμενα του Jacques Derrida τα οποία συντάχθηκαν στις αρχές του
1990, αφενός το «Ισχύς του νόμου. Η μυστική θεμελίωση της εξουσίας», αφετέρου το Μνήμες
τυφλών. Η αυτοπροσωπογραφία και άλλα ερείπια που γράφτηκε με αφορμή την έκθεση που
επιμελήθηκε ο Derrida στο Λούβρο. Στο πρώτο κείμενο ο Derrida ισχυρίζεται ότι η αποδόμηση είναι
δικαιοσύνη διότι συνδέεται με το αίτημα για επανερμηνεία όλων των κριτηρίων και κανόνων που
σχετίζονται με το νόμο. Ο Derrida εξηγεί πώς η εφαρμογή του νόμου στο όνομα της δικαιοσύνης
είναι μια βίαιη διαδικασία που απαραιτήτως συνεπάγεται πότε μια επανερμηνεία του νόμου πότε
μια αναστολή και καταστροφή του. Προβαίνω σε μια ανάλυση του κειμένου του Μνήμες τυφλών.
Η αυτοπροσωπογραφία και άλλα ερείπια βασιζόμενος στις αναλύσεις του Derrida για την ισχύ του
νόμου. Θεωρώντας την τυφλότητα ως την καταγωγή του σχεδίου, ευνοώντας την μνήμη έναντι της
αντίληψης και προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η όραση και τα μάτια δεν είναι για να βλέπουν αλλά
για να κλαίνε, ο Derrida ουσιαστικά επιχειρεί μια βίαιη ανατροπή των μέχρι τώρα αξιών στη θεωρία
της τέχνης, στο όνομα της δικαιοσύνης. Προάγοντας ό,τι μέχρι τώρα ήταν στο περιθώριο και είχε
υποστεί καταπίεση είναι το αποτέλεσμα μιας ερμηνευτικής βίας: ο Derrida βάζει στην κορυφή, αξίες
και κριτήρια που είναι σε κατάσταση ερειπίου μετά από χρόνια καταπίεσης και περιθωριοποίησης.
Οι ίδιες οι σχέσεις μας με τις αξίες και τα κριτήρια αυτά, δεν είναι ως εκ τούτου αμιγείς αλλά
είναι μολυσματικές, διαπραγματεύσιμες, μπασταρδεμένες και βίαιες. Ωστόσο το ερείπιο δε νοείται
αρνητικά αλλά ως δείκτης θνητότητας και ως αντικείμενο αγάπης.